πολύγαμος — often married masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγαμος — η, ο 1. για άντρες, αυτός που έχει πολλές γυναίκες. 2. για γυναίκες, αυτή που έχει πολλούς άντρες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολύγαμον — πολύγαμος often married masc/fem acc sg πολύγαμος often married neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγάμους — πολύγαμος often married masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγάμων — πολύγαμος often married masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολύγαμοι — πολύγαμος often married masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
polígamo — ► adjetivo/ sustantivo masculino 1 ANTROPOLOGÍA Se aplica al hombre que está casado con varias mujeres a la vez: ■ aunque es polígamo, una de sus mujeres es su favorita. ANTÓNIMO monógamo 2 Que se ha casado varias veces, pero nunca ha estado… … Enciclopedia Universal
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek